- βραχιόνιος
- -α, -οαυτός που αναφέρεται στο βραχίονα: Έσπασε μια βραχιόνια αρτηρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βραχιόνιος — α, ο αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον βραχίονα … Dictionary of Greek
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek
μακροβραχιόνιος — α, ο αυτός που έχει μακρούς βραχίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βραχιόνιος (< βραχίων), πρβλ. περι βραχιόνιος] … Dictionary of Greek